- επιβαρυντικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά1. που επιβαρύνει, που προξενεί επιβάρυνση.2. μτφ., που προκαλεί επιδείνωση, χειροτέρευση της κατάστασης ατόμου: Κατάθεση επιβαρυντική για τον κατηγορούμενο.3. (για αρρώστια), που φανερώνει επιβάρυνση, επιδείνωση, χειροτέρευση: Επιβαρυντικά συμπτώματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.